Η Οργάνωση Αρχείων του Μαρξισμού (1919-1934) : κοινωνικοί αγώνες, πολιτική οργάνωση, ιδεολογία και πολιτισμικές πρακτικές στα εργατικά στρώματα της μεσοπολεμικής Ελλάδας
Θέμα τη διατριβής είναι η διερεύνηση της αρχειομαρξιστικής κομμουνιστικής οργάνωσης. Γενικός στόχος, η έρευνα αυτή να συνεισφέρει σε μια ευρύτερη πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος και της αριστεράς στην Ελλάδα. Παράλληλα, να συμβάλει στην ιστορία της εργασίας, αλλά και στην ευρύτερη ιστορία του ελληνικού μεσοπολέμου. Τα πρώτα ερωτήματα προέκυψαν από τα διάχυτα στοιχεία για την σχέση της αρχειομαρξιστικής οργάνωσης με τη βία, τη μόρφωση και την ηθική, την «ιδιαίτερη» οργανωτική της δομή, τον διεθνή τροτσκισμό, το ΚΚΕ και την ομάδα Σπάρτακος, αλλά κυρίως την ιδιαίτερη διασύνδεση με τα εργατικά στρώματα των χειροτεχνιτών και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της συνδικαλιστικής δράσης αυτών, αλλά και την αγωνία να ακολουθήσουν το μπολσεβίκικο μοντέλο. Στην σκέψη μου ο αρχειομαρξισμός μοιάζει με ένα αποκρυστάλλωμα γεμάτο αντιφάσεις, γέννημα μιας εποχής που «ήδη έχει φύγει» και μιας άλλης που «δείχνει να επικρατεί». Μας δίνει λοιπόν μια εξαιρετική ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την διαδικασία «εκμοντερνισμού» της ελληνικής κοινωνίας. Η διεθνής και ελληνική βιβλιογραφία για την ιστορία των κομμουνιστικών κομμάτων και του ΚΚΕ παρότι δεν αφορά επί το πλείστο την ιστορία τροτσκιστικών οργανώσεων, ωστόσο μπορεί να είναι τροχιοδεικτική για την μελέτη και την έρευνα μιας σχετικά μαζικής τροτσκιστικής κομμουνιστικής οργάνωσης. Σε ένα μέρος αυτής της βιβλιογραφίας στηρίζεται η πεποίθηση πως οι κομμουνιστικές οργανώσεις αντλούν ένα μεγάλο μέρος του «στυλ» τους από τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των ακτιβιστών τους, παρότι συμμετέχουν σε διεθνή ρεύματα. Στην πλειοψηφία τους οι μελέτες γύρω από τα κομμουνιστικά κόμματα της κάθε χώρας κινήθηκαν εξ αρχής σε ένα διχαστικό δίπολο. Από τη μία οι κομμουνιστές και από την άλλη οι αντικομουνιστές ερευνητές. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται συνολικά για ιστορίες που το κοινό τους υπόβαθρο είναι η μελέτη της δράσης των ηγετών και των απόψεών τους, δηλαδή ιστορίες «από τα πάνω». Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 εμφανίστηκε μια στροφή κυρίως των ερευνητών με αριστερές καταβολές, αλλά «αντισταλινική» τοποθέτηση που προσπαθούσε να υπερβεί και τις δύο προσεγγίσεις ως εξίσου ενοχλητικές και άχρηστες. Ήταν η λεγόμενη στροφή προς την κοινωνική και πολιτισμική ιστορία ή την ιστορία «από τα κάτω». Στην Ελλάδα παρουσιάστηκαν ακριβώς οι ίδιες τάσεις, με μία χρονική υστέρηση. Παράλληλα, η διεθνής αριστερίζουσα βιβλιογραφία διχάστηκε αντίστοιχα απέναντι στον τροτσκισμό καθώς κάποιοι υποστήριζαν με πάθος την αντιπολίτευση εναντίον του σταλινισμού, ενώ άλλοι έβλεπαν τον τροτσκισμό σαν ένα ρεύμα που οδηγούσε στον αντικομουνισμό. Η ελληνική αριστερίζουσα ιστοριογραφία παρήγαγε μια άλλου τύπου «ιστοριογραφία των νικητών», καθώς επικράτησε μια ιδιαίτερη αντίληψη για την ιστορία του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα όπου ο ρόλος του ΚΚΕ είναι μοναδικός και κεντρικός, ενώ ο τροτσκισμός και ιδιαίτερα η αρχειομαρξιστική οργάνωση αποβλήθηκαν από το ιστορικό «κάδρο». Η παρούσα έρευνα για τους αρχειομαρξιστές εκ των πραγμάτων εμπλέκεται στην διεθνή συζήτηση γύρω από τον χαρακτήρα του εργατικού κινήματος και της εργασίας που πυροδότησε το βιβλίο του E. P. Thompson. Βασική αρχή αυτής της εργασίας είναι ότι και στην περίπτωση της Ελλάδας συμβαίνει αυτό που ο WilliamE. Sewell προτείνει ως καθολική αναγνώριση στην σύγχρονη ιστοριογραφία, ότι δηλαδή οι ειδικευμένοι τεχνίτες και όχι οι εργάτες στα νέα βιομηχανικά εργοστάσια κυριάρχησαν στο εργατικό κίνημα κατά τις πρώτες δεκαετίες της εκβιομηχάνισης. Το συνδικαλιστικό εγχείρημα των αρχειομαρξιστών αναμετριέται από την εμφάνισή του με το ερώτημα «συντεχνιακός ή βιομηχανικός συνδικαλισμός», «συντεχνιακά ή βιομηχανικά εργατικά στρώματα» θέτοντας το ερώτημα αυτό σε κεντρικό παράγοντα της εξέλιξής του. Ακόμα, στην Ελλάδα μια πληθώρα μελετών έθεσαν επιτακτικά το ζήτημα της ιστορίας του φεμινισμού και των γυναικών, αλλά και σε τελική ανάλυση το ζήτημα του φύλου ως αναλυτικό εργαλείο στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Στην παρούσα εργασία λοιπόν ο άγνωστος χ δεν είναι μόνο οι «γυναίκες» αλλά και οι «άνδρες» αρχειομαρξιστές. Το ζήτημα της ηθικής και της μόρφωσης συνεξετάζεται στα πλαίσια της ευρύτερης πολιτισμικής ιστοριογραφίας, ενώ το ζήτημα της βίας αντιμετωπίζεται όχι μόνο ως πολιτικό, αλλά και ως ηθικό και πολιτισμικό φαινόμενο των λαϊκών τάξεων. Οι πρωτογενείς πηγές της έρευνας υπήρξαν κυρίως εφημερίδες της περιόδου, αναμνήσεις και αρχεία αγωνιστών της αριστεράς και το Αρχείο του Τρότσκι. Η πρώτη περίοδος της αρχειομαρξιστικής ομάδας (1916-1924) αντιστοιχεί στην προσπάθεια μερικών ριζοσπαστικοποιημένων κύκλων διανοουμένων και εργατών να «φτιάξουν» την ελληνική την κομμουνιστική αριστερά με βάση τις «επιτυχημένες» συνταγές της ευρωπαϊκής επαναστατικής αριστεράς. Οι αρχειομαρξιστές, παρότι έχουν κάποιες κοινές ρίζες με το ΣΕΚΕ/ΚΚΕ συγκροτούν ένα άλλο γενικά διαφορετικό ιστορικό ρεύμα στην Ελλάδα. Η περίοδος 1924-1930 είναι η εποχή της οργανωτικής διεύρυνσης, της ανάπτυξης του ηθικού κομμουνισμού, του αρχειομαρξιστικού καθαρού συνδικαλισμού και της απόκτησης μυστικής πυραμιδωτής οργανωτικής δομής με χαρακτηριστικά επαναστατικών εταιρειών του 19ου αιώνα. Τότε τίθεται εν πολλοίς εν πολλοίς το βασικό διακύβευμα στην ιστορία του αρχειομαρξισμού, δηλαδή την σχέση του με το ΚΚΕ και ως εκ τούτου την ανάγκη ή όχι της «οικοδόμησης» ενός δεύτερου κομμουνιστικού κόμματος. Οι αρχειομαρξιστές πρωταγωνιστούν στην συγκρότηση του κινήματος των αναπήρων πολέμου μέσα από τα δίπολα κυβερνητικός/πατερναλιστικός ή αντικυβερνητικός μαχητικός συνδικαλισμός και με αίτημα την θεμελίωση του κοινωνικού κράτους. Με αυτόν τον τρόπο, η οργάνωση εμπλέκεται στο μεταπολεμικό κίνημα των βετεράνων πολέμου εκπροσωπώντας ένα διαφορετικό τμήμα των παλαιών πολεμιστών και δρώντας ανταγωνιστικά στο ΚΚΕ. Παράλληλα, η αρχειομαρξιστική ομάδα συνδέεται με τις ριζοσπαστικοποιημένες τάσεις της νέας γενιάς των χειροτεχνών εργατών του εργαστηρίου. Ο αρχειομαρξιστικός συνδικαλισμός εμφανίζεται ως η κομμουνιστική εκδοχή ενός ριζοσπαστικού συντεχνιάζοντος καθαρού συνδικαλισμού παρουσιάζοντας πολλές αναλογίες με αντίστοιχα ρεύματα στο εξωτερικό, αλλά και παρόμοια ρεύματα στο εσωτερικό του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, και από αυτήν την άποψη, ο αρχειομαρξισμός αναδεικνύεται κυρίως ως ένα αντιμοντερνικό ρεύμα. Τοποθετείται εχθρικά απέναντι στον εργοδοτικό/κρατικό συνδικαλισμό, υπερασπίζεται τον συντεχνιάζοντα συνδικαλισμό του μικρο-εργαστηρίου απέναντι στις εκσυγχρονιστικές προσπάθειες και τον υπερεπαναστατισμό του ΚΚΕ, αντιτίθεται στις εκσυγχρονιστικές νομοθεσίες της κυβέρνησης, διεκδικεί κοινωνικές ασφαλίσεις και εργατικά αιτήματα μέσα από έναν μαχητικό συνδικαλισμό που κινείται ανάμεσα στην «ηθική» και «πολιτική» οικονομία, αγωνίζεται τέλος για ενιαιομετωπικές δράσεις με την σοσιαλδημοκρατία και το ΚΚΕ. Όλα αυτά αναδεικνύουν μέχρι το 1930 τον αρχειομαρξισμό σε μια υπολογίσιμη δύναμη στα σωματεία της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και διαφόρων επαρχιακών πόλεων. Η μορφωτική δράση και ηθική ρητορική του αρχειομαρξισμού παρουσιάζεται στην διατριβή ως μια διαδικασία εργατικής αυτομόρφωσης και εντάσσεται στην πολιτισμική δράση που έχει παρατηρηθεί σε όλα τα πολιτικά εγχειρήματα των παραδοσιακών τεχνιτών. Εξέφρασε την ανάγκη τους να ενταχθούν σε μια διαδικασία αυτό-εκπολιτισμού – όπως ορίζει την διαδικασία αυτή ο Νόρμπερτ Ελίας -- με βάση τις αρχές της «ταξικής ηθικής» ώστε να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της «λουμπενοποίησης». Στην βάση αυτή ο αρχειομαρξισμός συγκρότησε ένα αυστηρό ηθικό κανονιστικό πλαίσιο που καθόριζε όλη την καθημερινή ζωή των μελών του. Πιο γενικά ο αρχειομαρξισμός συνέβαλε αρκετά στη γένεση «μιας νέας προοδευτικής λαϊκότητας» που είναι οι άνθρωποι της αριστεράς οι οποίοι επέλεγαν προσωρινά να υποχωρήσουν σε κάποιες από τις άλλες υλικές απολαύσεις με αντάλλαγμα την μεγάλη απόλαυση των συλλογικών αγώνων. Προσέφερε μια ξεχωριστή εκδοχή του κομμουνιστή άνδρα και κομμουνίστριας γυναίκας, δηλαδή τον τίμιο αγωνιστή και την τίμια αγωνίστρια, ως αντιπρότυπο στην αναπαράσταση του λαϊκού λούμπεν άνδρα ή λούμπεν γυναίκας, αλλά και ως αντιπρότυπο στην αναπαράσταση του εκμεταλλευτή αστού ή της αστής γυναίκας, «κούκλας των σαλονιών». Οι αρχές του αρχειομαρξιστικού φεμινισμού διακρίνονται από εκείνες του ΚΚΕ, αφού οι αρχειομαρξίστριες διεκδικούν κοινή δράση με τις σοσιαλίστριες φεμινίστριες, ενώ παρατηρείται μια κοινή ιδεολογική βάση με αυτές. Εν τέλει, ο αρχειομαρξιστικός κομμουνιστικός φεμινισμός θα αποδειχτεί την τετραετία 1930-1934 πιο ριζοσπαστικός και οξύς από τον κομματικό, καθώς αναφέρεται πολύ πιο ξεκάθαρα στις γυναίκες ως διακριτή κατηγορία, χωρίς όμως ποτέ να αποσπάσει το γυναικείο ζήτημα της χειραφέτησης από το εργατικό ζήτημα. Ταυτόχρονα, η μορφωτική δράση συνδέεται με τις ρήξεις και τις αντιδράσεις στη μαθητική νεολαία που προκάλεσε το εγχείρημα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης των βενιζελικών κυβερνήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύονται μέσα στο κείμενο πλευρές του μεσοπολεμικού μαθητικού και φοιτητικού κινήματος, αλλά και της κρατικής καταστολής, γύρω από αιτήματα δημοκρατικού εκσυγχρονισμού των εκπαιδευτικών θεσμών. Το εκδοτικό εγχείρημα του αρχειομαρξισμού κατέδειξε τα οικονομικά και πολιτικά όρια της οργάνωσης μέσα σε ένα αυταρχικό πολιτικό πλαίσιο. Ταυτόχρονα, ο έντυπος, όπως και ο καθημερινός συνδικαλιστικός, λόγος της αρχειομαρξιστικής ομάδας, ενίσχυε την εικόνα μιας μεσοπολεμικής κοινωνίας έντονα ταξικά πολωμένης. Επίσης, συνιστούσε ένα σημαντικό υλικό εργαλείο στην μετατροπή του ατομικού εργάτη σε συλλογικό σώμα. Συνέβαλλε δηλαδή στην επιτέλεση της ταξικής αυτοσυνείδηση της εργατικής τάξης διαχέοντας πλατιά αυτήν την εικόνα και αυτό-εικόνα οριοθετώντας την ταυτόχρονα εθνικά, αλλά και διεθνικά. Ο βίαιος ενδο-κομμουνιστικός διχασμός ανάμεσα σε ΚΚΕ και αρχειομαρξιστές ερμηνεύεται ως μια έκφραση του ευρύτερου κοινωνικού διχασμού της μεσοπολεμικής κοινωνίας ανάμεσα στις μοντερνικές και τις αντιμοντερνικές τάσεις οι οποίες δεν εμφανίστηκαν μόνο εντός του αστισμού, αλλά και εντός των εργατικών στρωμάτων και του κομμουνισμού. Σε αυτό το πλαίσιο διερευνάται το ζήτημα της βίας και εντάσσεται τόσο σε αμιγώς πολιτικά πλαίσια, όπως οι πρακτικές που προέρχονται από την μπολσεβίκικη παράδοση αλλά και ως μάχη συσχετισμών μέσα στα σωματεία, όσο και πολιτισμικά πλαίσια, δηλαδή με κουλτούρες της ηθικής των εργατικών στρωμάτων των ελληνικών πόλεων καθώς η σύγκρουση διεξήχθηκε πολλές φορές με όρους παραδοσιακής τιμής και διαφύλαξης του κύρους των οργανώσεων. Τα μέλη του ΚΚΕ από την δική τους πλευρά αντιμετώπιζαν την αρχειομαρξιστική οργάνωση σαν μια ιδιότυπη μασονική ομάδα η οποία έμοιαζε να αναπτύσσει μια ρητορική ίδια με των φασιστών δικαιολογώντας με αυτόν τον τρόπο την σκληρή βία σε βάρος τους. Οι αρχειομαρξιστές από την δική τους μεριά αντιμετώπιζαν τους κομματικούς σαν διεφθαρμένους και ανήθικους γραφειοκράτες ή επικίνδυνους για το συνδικαλιστικό κίνημα. Την ίδια στιγμή, ο κρατικός μηχανισμός ασκούσε ολοένα και περισσότερο βία πάνω στα εργατικά στρώματα δημιουργώντας ένα ευρύτερο πλαίσιο ανοιχτό στην βία. Σε κάθε περίπτωση οι εμπειρίες του πολέμου άφησαν τα χνάρια τους στις μεσοπολεμικές κοινωνίες και ιδιαίτερα στις πόλεις. Η κρατική καταστολή απέναντι στον αρχειομαρξισμό εμφανίζει μια ιδιαίτερη εκδοχή του αντικομμουνιστικού λόγου ο οποίος παρουσιάζει τον αρχειομαρξισμό ως ένα κατά βάση βίαιο ρεύμα ενσωματώνοντας πολλά μοτίβα από την αντι-αρχειομαρξιστική ρητορική του ΚΚΕ. Η συνδικαλιστική και πολιτική βία των αρχειομαρξιστών απέναντι στο κράτος και την εργοδοσία εντάσσεται από τη μία σε μια αμιγώς ταξική πρόσληψη της βίας, αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζει πολλές ηθικές συνδηλώσεις, οι οποίες θυμίζουν κουλτούρες βίας του αγροτικού ημιορεινού χώρου. Η υπόθεση του Μιχάλη Μπεζεντάκου παρουσιάζεται στην διατριβή ως μια ιδιαίτερη τομή στην εμπέδωση ενός αντικομμουνιστικού κατασταλτικού κράτους καθώς νομιμοποιεί στον δημόσιο λόγο και την κρατική πρακτική μορφές βίας σε φασιστική κατεύθυνση. Ακόμα, περιγράφονται οι κομμουνιστικές κουλτούρες, οι «κολεχτίβες» στις φυλακές και τις εξορίες, ως ένα διακριτός ηθικός εργατικός πολιτισμικός πόλος. Τέλος, αναδεικνύεται η τεράστια πίεση που δέχονταν οι αρχειομαρξιστές στις φυλακές από τον βίαιο αποκλεισμό των κομματικών από τις κολεχτίβες. Την περίοδο 1930-1934 η αρχειομαρξιστική οργάνωση αναδείχτηκε σε ένα σχετικά μαζικό πολιτικό, ιδεολογικό και συνδικαλιστικό ρεύμα μέσα στην εργατική τάξη και την ελληνική κοινωνία. Η δομή της παραγωγής όμως αλλάζει σε επαγγέλματα στα οποία η αρχειομαρξιστική οργάνωση διατηρούσε ιδιαίτερη επιρροή. Σε κάποια επαγγέλματα διατηρείται ο παραδοσιακός συντεχνιακός εργαστηριακός χαρακτήρας, σε άλλα επικρατεί η συγκεντροποίηση, η εκμηχάνιση και ο εκσυγχρονισμός, ενώ σε άλλα συνυπάρχουν και οι δύο τάσεις. Η αρχειομαρξιστική οργάνωση υιοθετεί τότε πολλές από τις πλευρές του κομματικού συνδικαλισμού της περιόδου 1923-1927. Σταδιακά εγκαταλείπει την υπεράσπιση του παλιού κόσμου του εργαστηρίου και διεκδικεί την εκπροσώπηση του νέου βιομηχανικού προλεταριάτου. Η διαδικασία αυτή ξεκινάει με την οριστική εγκατάλειψη της οργανωτικής δομής τύπου επαναστατικής εταιρίας 19ου αιώνα και την υιοθέτηση των δομών μιας σύγχρονης επαναστατικής οργάνωσης λενινιστικού νέου τύπου. Με αυτήν την τομή, το αρχειομαρξιστικό ρεύμα βιώνει την δική του εκδοχή της «μπολσεβικοποίησης» ακολουθώντας τον μπολσεβικισμό της Διεθνούς Αντιπολίτευσης. Οι αρχειομαρξιστές σταδιακά απομακρύνονται από το ενιαίο μέτωπο με τους σοσιαλιστές και προσανατολίζονται σε ενιαίο μέτωπο με το ΚΚΕ, αλλά με σοβαρές απώλειες στην συνδικαλιστική τους δύναμη. Οι αρχειομαρξιστές εγκαταλείποντας τον ηθικό καθαρό συνδικαλισμό, υπερπολιτικοποιούν τον συνδικαλιστικό τους λόγο, ενώ το ΚΚΕ εγκαταλείπει τον υπερεπαναστατικό λόγο. Η απειλητική για το ΚΚΕ παρουσία και δράση του αρχειομαρξισμού αυτήν την περίοδο καθόρισε την φυσιογνωμία του ΚΚΕ ως σταλινικού κόμματος, όπως και της ηγεσίας του, περισσότερο από όσο είναι γενικά αναγνωρισμένο στην ιστοριογραφία του ΚΚΕ. Οι αρχειομαρξιστές καταγράφονται πλέον από τη νέα ηγεσία Ζαχαριάδη στις δυνάμεις του φασισμού όχι εξαιτίας της οργανωτικής τους ετεροδοξίας, αλλά εξαιτίας της τροτσκιστικής φυσιογνωμίας τους. Στην διατριβή παρατίθενται μια σειρά από πίνακες, οι οποίοι παρουσιάζουν αριθμητικά στοιχεία της κοινωνικής σύνθεσης και της γεωγραφικής κατανομής των μελών της αρχειομαρξιστικής οργάνωσης. Άλλοι πίνακες προσφέρουν πολλά ποσοτικοποιημένα στοιχεία για την συνδικαλιστική οργάνωση σε μια σειρά από επαγγελματικούς κλάδους στους οποίους παρεμβαίνουν οι αρχειομαρξιστές. Σε έναν τέτοιον πίνακα, π.χ. για τα αρτεργατικά σωματεία Αθήνας, μπορεί κανείς να εντοπίσει τον αριθμό των σωματείων, την ημερομηνία ίδρυσης, την εξέλιξή τους, τις παρατάξεις που παρεμβαίνουν και που τα ελέγχουν, την εμφάνιση των αρχειομαρξιστών, τα ονόματα των αρχειομαρξιστών συνδικαλιστών, τον αριθμό μελών ή τον συνήθη αριθμό συμμετοχής σε αρχαιρεσίες ή γενικές συνελεύσεις. Με βάση τα στοιχεία αυτά διαμορφώνονται μια γενική εικόνα του αρχειομαρξιστικού συνδικαλισμού, αλλά και πολλά χαρακτηριστικά του μεσοπολεμικού συνδικαλισμού. Σε κάθε περίπτωση, επιβεβαιώνεται η εικόνα που έχουμε από την βιβλιογραφία για την σχέση του αρχειομαρξισμού με συγκεκριμένα συντεχνιάζοντα στρώματα, αλλά και ο σχετικά μαζικός και πανελλαδικός χαρακτήρας του. Σημαντική είναι η προσπάθεια ερμηνείας των προϋποθέσεων ριζοσπαστικοποίησης αυτών των συντεχνιαζόντων στρωμάτων. Πρόκειται για έναν συνδυασμό στοιχείων με βασικό παράγοντα τον «εκσυγχρονισμό» (εξορθολογισμός, εκμηχάνιση, κρατική νομοθεσία) σε συνδυασμό με την παραγόμενη ανεργία από την κρίση. Η προσπάθεια του αρχειομαρξιστικού συνδικαλισμού να στραφεί στα βιομηχανικά στρώματα συνδέεται εν πολλοίς με τις αλλαγές που συμβαίνουν εντός των ίδιων των επαγγελμάτων, δηλαδή κατάπόσο επιτυγχάνεται ή όχι η αντίσταση στους πάσης φύσεως “εκσυγχρονισμούς”. Η σχετικά μεγάλη οργανωτική ανάπτυξη της αρχειομαρξιστικής οργάνωσης για τα δεδομένα μιας οργάνωσης της ΔΑΑ και η ξεχωριστή ιστορική διαδρομή της, δημιουργούσε μια de facto πορεία προς την δημιουργία ενός νέου κομμουνιστικού κόμματος διαφορετικού από το ΚΚΕ. Το ερώτημα όμως περί σχέσης της ΔΑΑ με την ΚΔ αντιμετώπιζε το σύνολο του διεθνούς αντιπολιτευτικού ρεύματος. Τα διεθνή ζητήματα, ιδίως οι εξελίξεις στην Γερμανία, και ο κίνδυνος της ανόδου του ναζιστικού κόμματος στην εξουσία σε συνδυασμό με μια ενδεχόμενη οριστική ήττα του γερμανικού κομμουνιστικού κινήματος, ανάγονται σε μείζονα ζητήματα από τους αρχειομαρξιστές, όπως και από το σύνολο του διεθνούς τροτσκισμού. Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία, η αναγνώριση από τον Τρότσκι της χρεοκοπίας της ΚΔ και η πρόσκληση για την δημιουργία μιας νέας διεθνούς καθορίζουν την απόφασή των αρχειομαρξιστών να κηρύξουν την χρεοκοπία του ΚΚΕ και της ΚΔ και να διεκδικήσουν τον ρόλο του ΚΚΕ για τους ίδιους. Την ίδια περίοδο, οι αρχειομαρξιστές θεωρούν ότι η νίκη του Λαΐκού Κόμματος στις εκλογές του 1933 και η συμμετοχή του στο κίνημα εναντίον του πραξικοπήματος του Πλαστήρα ενέχει στοιχεία αριστερής προοπτικής. Διαπιστώνω εδώ ένα ιστορικό βάθος σε αυτήν την έλξη του αρχειομαρξισμού προς τον αντιβενιζελισμό ενώ λαμβάνοντας υπόψιν κάποιες θέσεις του ΚΚΕ διατυπώνω το σχήμα περί δύο μεσοπολεμικών πόλων γύρω από τους οποίους αναπτύσσονται ξεχωριστό κέντρο, δεξιά και αριστερά. Καθώς οξύνεται ο εθνικός διχασμός, οι αρχειομαρξιστές τοποθετούνται στα αριστερά του αντιβενιζελισμού και το ΚΚΕ στα αριστερά του βενιζελισμού. Η οργάνωση βρέθηκε στα 1933-1934 μπροστά σε πάρα πολλά τέλματα. Η αλλαγή τακτικής της ΚΔ και του ΚΚΕ δεν προκαλεί την προσδοκώμενη από τους αρχειομαρξιστές του ΚΚΕ. Αντίθετα, η στροφή της διεθνούς αντιπολίτευσης εντείνει την σύγχυση στις δικές της γραμμές. Ο αντιβενιζελικός πόλος παρά τον αντιπλουτοκρατικό του λόγο και την δημοκρατική ρητορική δεν μπόρεσε να γεννήσει αντικαπιταλιστικέςεξεγέρσεις, όπως ήλπιζαν οι αρχειομαρξιστές. Οι αντιφάσεις και οι αποτυχίες τους οδηγούν στην διάσπαση, σε αντίθεση με το ΚΚΕ το οποίο διευρύνει σημαντικά την επιρροή του. Εμφανίζονται δύο τάσεις άρνησης του αρχειομαρξιστικού παρόντος, μία προς έναν εξιδανικευμένο παλαιό καλό αρχειομαρξισμό και μία προς την πλήρη απόρριψή του υπέρ ενός καθαρού τροτσκισμού. Η σύγκρουση στο εσωτερικό της οργάνωσης και τελικά η διάσπαση συνδέεται με την σύγκρουση του Γιωτόπουλου με τον Τρότσκι για παρόμοια ζητήματα. Μέχρι την Κατοχή το αρχειομαρξιστικό κόμμα θα δυσκολευτεί να ξαναβρεί κάποιο ξεχωριστό και διακριτό ρόλο και ως εκ τούτου να συνδεθεί με κάποια δυναμική μέσα στην εργατική τάξη. Ωστόσο, θα παραμένει για το ΚΚΕ πάντα ένας δυνάμει μεγάλος κίνδυνος. Σε κάθε περίπτωση η διατριβή παρά τον όγκο της άφησε πολλά ζητήματα ανοιχτά ή έθεσε ερωτήματα που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν στο μέλλον. Το πιο σημαντικό είναι η πορεία και ο ρόλος των αρχειομαρξιστών την περίοδο από το 1934 έως το 1950, δηλαδή στην μεταξική δικτατορία, την αντίσταση και τον εμφύλιο πόλεμο. Στο κομμάτι του συνδικαλιστικού κινήματος η εργασία μπορεί να είναι μια βάση για μεγαλύτερη εξειδίκευση σε διάφορους επαγγελματικούς κλάδους ή στο κίνημα των αναπήρων πολέμου. Σημαντική έλλειψη είναι μια συγκριτική μελέτη με άλλα εθνικά κόμματα της διεθνούς αντιπολίτευσης ή με οργανώσεις που είχαν κοινή πορεία με τους αρχειομαρξιστές μετά το 1934. Τέλος, το ίδιο το έντυπο υλικό θα μπορούσε από μόνο του να αποτελέσει ένα αντικείμενο βαθύτερης μελέτης.
Non-probability: Availability
Face-to-face interview
Provenance | |
---|---|
Creator | Παλούκης, Κώστας; Κατσορίδας, Δημήτρης |
Publisher | Κατάλογος Δεδομένων SoDaNet |
Publication Year | 2022 |
OpenAccess | true |
Representation | |
---|---|
Discipline | Social Sciences |
Spatial Coverage | Αθήνα; Greece |